- φερούλη
- η, Νβοτ. βλ. φέρουλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερούλη — φερούλη, η και φερούλα, η (βοτ.), γένος φυτών που ευδοκιμεί στις μεσογειακές χώρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρουλα — η, ΝΑ, και φερούλα και φερούλη Ν βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη ή σκιαδανθή, με 130 περίπου είδη, από τα οποία τρία είναι αυτοφυή στην… … Dictionary of Greek